- ὑφισταμένης
- ὑφίστημιplacepres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποσταθεροποίηση — η η εσκεμμένη και κατευθυνόμενη διατάραξη των συνθηκών πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής κ.λπ. ομαλότητας με αρχικό σκοπό τη δημιουργία αναρχίας και ακυβερνησίας και απώτερο την ανατροπή της υφιστάμενης πολιτειακής τάξης … Dictionary of Greek
οφειλέτης — ο (ΑΜ ὀφειλέτης, Α θηλ. ὀφειλέτις, ιδος) 1. αυτός που οφείλει, που χρωστά, ιδίως χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῑς ἀφίεμεν τοῑς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) αυτός που οφείλει σε κάποιον ευγνωμοσύνη ή κάτι άλλο σχετικό νεοελλ. (νομ.) το ένα από τα… … Dictionary of Greek
Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… … Dictionary of Greek
κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… … Dictionary of Greek